-
1 кулебяка
См. также в других словарях:
μαλάγρα — η μείγμα από ζυμάρι, τυρί, πολτοποιημένο ψάρι κτλ. με έντονη μυρουδιά, που ρίχνουν οι ψαράδες στη θάλασσα για να προσελκύσουν τα ψάρια, ο πλάνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαρινάτος — η, ο (λ. ιταλ.), ψάρι ή κρέας διατηρημένο σε μείγμα από ξίδι, λάδι, αλάτι, μπαχαρικά κτλ.: Για το δείπνο θα φτιάξω κοτόπουλο μαρινάτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)